Το Κίνημα του Σουρεαλισμού

Άραγε, μπορεί η τέχνη να δώσει μορφή στο παράλογο;
Κάποιοι ποιητές και ζωγράφοι το επεδίωξαν, χρησιμοποι­ών­τας την ως εργαλείο, για να εκφράσουν το παράδοξο, το αινιγματικό, το παράλογο, που ωστόσο… έχει νόημα!

Με την ΕΙΚΟΝΑ και το ΛΟΓΟ δόθηκε έκφραση στον παραλογισμό, που ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Η αποσύνθεση αυτή είχε ως συνέπεια την κοινωνική παρακμή της δεκαετίας του ’20.

Ταυτόχρονα, η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε καταστρέψει τα οικονομικά και πνευματικά θεμέλια της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ οι καταπιεσμένοι της Δύσης προσ­παθούσαν να αντιδράσουν, επαναστατώντας. Η μοναδική ελπίδα μετάδοσης της όποιας αλήθειας μπορούσε να είχε απομείνει μετά την περίοδο του 1914-18, ως συνήθως, προ­ερχόταν από την τολμηρή φαντασία του ΠΟΙΗΤΗ.

Η συνάντηση ορισμένων δημιουργικών ανθρώπων, μιας ομάδας τεσσάρων νέων που αναγνωρίζονται μεταξύ τους ως ποι­η­τές, οδήγησε στον πειραματισμό γύρω από τε­­χνικές «α­πο­δέσμευσης», όπως την «άρνηση του ορθολογισμό», της «λογικής» και του «συνειδητού ελέγχου», σε μια περίοδο κατά την οποία καθεμία επίσημη λογική αιτιότητα φαινόταν ανό­η­τη, αφού είχε καταφέρει να εξοντώσει καθένα μόριο ανθρώπινου αισθήματος.

Οι καλλιτέχνες που «μυούνται» στις τεχνικές αυτές, έχουν εξοπλισθεί από την εμπειρία μιας ριζοσπαστικής κίνησης, η οποία γεννήθηκε περίπου το 1916 στη Ζυρίχη, με συμμετέχοντες κατ’ αρχάς από όλη την Ευρώπη (Βέλγιο, Γιουγκοσλαβία, Αγγλία, Ρουμανία), ενώ αργότερα έρ­χονται να εμπλουτίσουν την ομάδα συγγραφείς και καλλιτέχνες από την Ν. Υόρκη. Πρόκειται για τον Ντανταϊσμό, μια αντι-καλλιτεχνική στάση δυσπιστίας σε κοινωνικές και καλλιτεχνικές αξίες.

Το Νταντά αρνείται να εμπιστευθεί ό,τι θεωρείται δεδομένο σε μια εποχή, που η τυπική ηθική ενισχύεται με τον συνασπισμό δέκα στρατιωτικών δυνάμεων χάριν της επεκτατικής πολιτικής. Αρνείται να αναγνωρίσει όρους, όπως «καλό» και «κακό», όχι ως ένδειξη μηδενισμού αλλά ως αντικατοπτρισμό μιας αλλοιωμένης πραγματικότητας, υπογραμμίζοντας, έτσι, τον παραλογισμό της ύπαρξης αλλά και της τέχνης.

Συνεπώς, λέξεις υποτιμημένες από την κατάχρησή τους στη διάρκεια του πολέμου, όπως «δοξασμένο», «ιερό», «ι­δα­­νι­κό», «θαρραλέο», έπρεπε να φορτιστούν με νέα δύναμη, για να προκαλέσουν την εγρήγορση του κόσμου σχετικά με τη δημιουργική ικανότητα της γλώσσας, που, απαλλαγμένη από τα δεσμά των καθορισμένων εννοιών που την συνοδεύουν, θα μπορεί να εξελιχθεί από εμπόδιο σε ερ­γαλείο επικοινωνίας. Καμία πρωτοτυπία έως εδώ, ήδη ο ποιητής Mallarmé επιδιώκει να δώσει «καθαρότερο νόημα στις λέξεις της φυγής», ενώ ο φουτουριστής Marinetti το 1912 χρησιμοποιεί τις «parole in liber­tá», καταργώντας τη στίξη, επιμένοντας σε διάφορες αλχη­μείες, προκειμένου να καταγγείλει μια γλώσσα λεηλατημέ­νη από τη δημοσιογραφία για λόγους προπαγανδιστικούς και κενή.

Παράδοξα πειράματα με «ηχητικά ποιήματα», όπως τα ονομάζουν, δημιουργούνται από λέξεις, που τις «έβγα­ζαν από ένα καπέλο». Πρόκειται για λεκτικό collage, που βασιζόταν στην τύχη και τον αυθορμητισμό. «Η ανθρώπινη φωνή» είναι για τον στοχαστή, συγγραφέα, δημο­σιογράφο, ποιητή, μυστικιστή Ηugo Ball, «η ανθρώπινη ψυχή περιστοιχισμένη από υπερφυσικούς συντρόφους». Τώρα οι θόρυβοι αναπαριστούν άναρθρες, ανεξέλεγκτες δυνάμεις, που μεταφέρουν το μήνυμα πως το ανθρώπινο γένος καταβροχθίζεται σε μια απειλητική διαδικασία, ενισχύοντας ένα είδος πρόκλησης σ’ ένα ήδη απελπισμένο κοινό.

Εύλογα τίθεται το ερώτημα για τη σχέση που μπορεί να έχει η Ντανταϊστική τεχνική με τη δημιουργική πράξη, γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση για την ύπαρξή της είναι η παράμετρος «τάξη» και η προοπτική «επικοινωνία». Ωστό­σο, ο Γάλλος ιδεαλιστής φιλόσοφος H. Bergson είχε εναν­τιωθεί στη βεβαιότητα ότι «λογική και διαύγεια αποτελούν το δίδυμο της ανθρώπινης δραστηριότητας», δηλώ­νον­­­τας ότι «η διάνοια είναι εχθρός του νέου και του ζωτικού, αφού είναι εχθρός του απρόβλεπτου, διότι δεν μπορεί να δεχθεί την πλήρη καινοτομία ή το πραγματικό γίγνε­σθαι…Άρα χαρακτηρίζεται από μια φυσική ανικανότητα να κατανοήσει τη ζωή και να διεισδύσει στο βάθος των πραγμάτων».

Η αναφορά στον Η. Bergson βοηθά να διαπιστώσουμε την επιρροή του στο «μοντερνισμό» και, στη συνέχεια, να αναγνωρίσουμε αυτό που ο ντανταϊστής καλλιτέχνης Hans Richter έγραψε στη Μονογραφία τού κινήματος (Dada, Monograph of a Movement): «Ο σουρεαλισμός ξεπήδησε από το αριστερό αυτί του Νταντά, πλήρως εξοπλισμένος και ζωντανός, μετατρέποντας σε μια νύχτα τους ντανταϊστές σε σουρεαλιστές».

Πραγματικά, οι ποιητές Α. Breton, Ρ. Eluard, L. Aragon, Ph. Soupault, ηγετικές μορφές του σουρεαλισμού, συμμετείχαν σε ντανταϊστικές εκδηλώσεις.

Από το 1922 ο Σουρεαλισμός ξεκινά τις δικές του προσπάθειες. Με το νέο Μανιφέστο «Η επανάσταση κατ’ αρχήν και πάντοτε» (La révolution d’ abord et toujours), που εκδόθηκε το 1924, και με το έντυπο «Η Σουρεαλιστική Επανάσταση» (La Révolution surréaliste), που κυκλοφόρησε στο τέλος του ίδιου έτους, δίνει έμφαση σε μια ριζοσπαστική τροπή. Ο Γάλλος ποιητής Breton τότε εξηγούσε: «Ζούμε στην καρδιά της σύγχρονης κοινωνίας που στηρίζεται σε ένα σοβαρό συμβιβασμό ώστε να δικαιολογούνται όλες οι δικές μας υπερβολές».

Ο Σουρεαλισμός προσανατολίζεται στην προσπάθεια απελευθέρωσης του Ανθρώπου, πιστεύοντας σε μια αόρατη κυκλοφορία ιδεών, όπου κάθε άτομο είναι ταυτόχρονα πομπός και δέκτης.

Η Τέχνη βλέπει να της καθορίζουν καινούργιους στόχους. Η ποιητική πορεία στη Γαλλία του τέλους του 19ου αιώνα προεικάζει μια ολοκληρωτική επανάσταση, που θα θέσει σε αμφισβήτηση την ίδια την εικόνα, την οποία ο άν­θρωπος είχε σχηματίσει για τον κόσμο, τη γνώμη που είχε για τον ίδιο τον εαυτό του, μέσα από τις επιστήμες και τη φιλοσοφία. Οι περισσότεροι εκείνα τα χρόνια υποστήριξαν ότι η συνάντηση μεταξύ τέχνης και παράδοξου προαναγγέλλει την καταδίκη της πρώτης. Έσφαλαν οικτρά!

Δεν πίστευαν αρκετά στη δύναμη της Τέχνης.

Η δυναμική συνάντηση μεταξύ των τεχνών πραγματοποιήθηκε μέσα σε σύγχυση, καθώς τα όρια μεταξύ τους γίνονται όλο και πιο συγκεχυμένα. Οι ζωγράφοι στρέφον­ται προς την ποίηση και οι ποιητές προς τη ζωγραφική.

Μια «ζούγκλα αντιφάσεων» ανοίγεται, τώρα μια άποψη δεν απορρίπτει μια άλλη, ο ίδιος ο Βreton υποστηρίζει ότι ο Σουρεαλισμός πρέπει να ειδωθεί ως πεδίο συνάντησης αντιθέτων, «coincidentia oppositorum». Γι’ αυτό το λόγο οι έννοιες δημιουργικό και καταστροφικό δεν χρησιμοποι­­ούν­ται ως εχθρικές μεταξύ τους, αλληλοσυμπληρώνονται.

Η αρχική αθωότητα τελειώνει, διότι υιοθετούν ανοιχτά πλέον πολιτική θέση, ακολουθώντας τη γραμμή του Γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος το οποίο θεωρούν ως ενσάρκωση της εξέγερσης, συμφωνώντας ότι η φιλοσοφική του θεωρία είναι κατάλληλη για να εφαρμοσθεί σε όλα όσα απασχολούν την ανθρώπινη ύπαρξη: τον έρωτα, την τέχνη, τη θρησκεία, με προοπτική την αλλαγή της αστικής ηθικής της δεκαετίας του ’30 σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αργότερα οι αντιφάσεις τους θα οδηγήσουν σε ρήξη με το Κόμμα, αλλά θα παραμείνουν αφοσιωμένοι στην επανάσταση. Σ’ ένα κόσμο, ο οποίος συνειδητοποιεί τη δυστυχία του αντιμετωπίζοντας μια εξευτελιστική πραγματικότητα δίχως τις γνώριμες ιδέες, είναι απαραίτητο να βρεθούν νέες ισορροπίες.

Τις παραληρηματικές εικόνες ενός καθ’ όλα αινιγματικού περιεχομένου, ο σουρεαλισμός τις ονομάζει «χειρο­­­­ποί­­­ητη φωτογραφία του απτού ασυνείδητου», ο όρος «ασυ­νείδητο» είναι δανεισμένος από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη, την οποία κυρίως διατύπωνε ο S. Freud. Συνεπώς η γλώσσα των συμβόλων αναδεικνύεται ως η πλέον κατάλληλη για να εκφραστεί η περίπλοκη και αντιφατική ουσία της ανθρώπινης ψυχής. Ο έρωτας, το κυριότερο μέσον για να «αλλάξει ο κόσμος» (Marx), για να «αλλάξει η ζωή» (Rimbaud). Η συνεχής αναζήτηση ενός έρωτα απόλυτου, που τον έχουμε οι ίδιοι διαλέξει, αμοιβαίου και ισότιμου, προϋποθέτει μια κοινωνία διαφορετική, που δεν βάζει εμπόδια στην επιθυμία. Η τέχνη ως η μόνη ικανή να δώσει μορφή σε κάτι ασαφές, όπως είναι η επιθυμία και η αποκήρυξη, αναλαμβάνει δράση.

Οι καλλιτέχνες ταξιδεύουν μέσα στα οράματά τους, τα οποία μάλιστα χρησιμοποιούν για να συμβολίσουν το παράδοξο, το αινιγματικό, το παράλογο. Το μόνο που επιθυμούν είναι να εκφράσουν το προσωπικό τους, σύνθετο και πολλές φορές αντιφατικό μήνυμα, ερευνώντας κάποιες έννοιες μέσα από συμβολικούς όρους. Όλα δημιουργούνταν μέσα σε ένα κλίμα συντροφικότητας, το οποίο δεν απέκλειε τις αντιθέσεις, όπως και τους επαγγελματικούς πειραματισμούς.

Στη συνέχεια επεδίωξαν να προκαλέσουν μία σοβαρή πνευματική και ηθική κρίση συνείδησης, αποσπώντας τη σκέψη των ανθρώπων από τη σκληρή υποτέλεια, με σκοπό να την επαναφέρουν στο δρόμο της καθαρής και ολοκληρωμένης αντίληψης. Θα διερωτηθούμε αν αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τη σύγκλιση του ονείρου και της ασυναρτησίας. Ο Νταλί μας απαντά: «Ο Σουρεαλισμός είναι η συστηματοποίηση της σύγχυσης. Ο Σουρεαλισμός μοιάζει να δημιουργεί μια τάξη, αλλά σκοπός του είναι να καταστήσει την ιδέα του συστήματος ύποπτη. Ο Σουρεαλισμός είναι καταστροφικός, αλλά καταστρέφει μονάχα ότι θεωρεί τροχοπέδη στα οράματά του».

Αυτός ο τρόπος έκφρασης δεν είναι άμεσα προσιτός, ωστόσο είναι ικανός να μεταδώσει ένα σύνθετο και εκτεταμένο μήνυμα, αφού, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αποτυ­πώνει δύσκολες, μυστικές και ασυνείδητες πτυχές του νου.

Ως αφετηρία, οι σουρεαλιστές ακολουθούν τη μαγική διαδικασία του αυτοματισμού, μέσα από την οποία μπορεί κάποιος να υπερβεί τους φραγμούς της αιτιότητας και της συνειδητής βούλησης. Έτσι το τυχαίο, η φωνή του ασυνείδητου μέρους της ψυ­χής, σύμφωνα με την πλατωνική ορολογία, διαμαρτύρεται ενάντια στη δυσκαμψία του καθιερωμένου τρόπου σκέψης.

Επιθυμώντας να συμπληρώσουν τη γνωστή πλευρά της φύσης και των συνειδητών πράξεων, ακολουθούν μεθόδους, οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερη ένταση, όπως το γρήγορο σχέδιο, το κολλάζ, τη χαλκομανία, φθάνοντας σε βαθύτερα νοήματα, δίχως, παρ’ όλα αυτά, να τα θεωρούν και επαρκή.

Όλοι οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες, οι εικονογράφοι, οι τυπογράφοι, οι φωτογράφοι, οι κινηματογραφιστές, ακολουθούν ήδη νέες διαδικασίες και τεχνικές, επιθυμώντας να ανακαλύψουν μια πιο αληθινή πραγματικότητα μέσα από τη σύνθεση του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού προτύπου για τον κόσμο.

Ο θεωρητικός υποστηρικτής του κινήματος André Breton πιστοποιούσε ότι ρόλος του καλλιτέχνη είναι να διευρύνει αυτό, το οποίο ο κόσμος αντιλαμβάνεται για πραγ­ματικό, σε τέτοιο σημείο, ώστε να συμπεριλάβει το μαγικό, το απλησίαστο.

Συνεπώς, η αίσθηση αμφιβολίας και δυστυχίας εκφράζεται μέσα από το συμβολικό, το αινιγματικό, το παράλογο, δημιουργώντας μια υπερ-πραγματικότητα εξ ίσου ισχυρή με το όνειρο.

Ακολουθώντας το τυχαίο, οι καλλιτέχνες εισχωρούν στο δισεπίλυτο θέμα της σχέσης του ανθρώπου με το ασυνείδητο. Το πνευματικό αυτό φαινόμενο μελέτησε ο C. G. Jung, ο οποίος επικεντρώνεται στην άποψη ότι ο άνθρωπος εξελίσσεται και ολοκληρώνεται αρμονικά μέσα από τη συνειδητή σχέση με το ασυνείδητό του, το οποίο χαρακτηρίζει ως «σπήλαιο γεμάτο από αρχέτυπους και λησμονημένους θησαυρούς της ανθρώπινης σοφίας».

Πλησιάζοντας «αβυσσαλέα βάθη της συνείδησης», η αν­τίφαση απουσιάζει, όπως απέδειξε ο S. Freud, διότι δεν υπάρχει απώθηση, δεν υπάρχει εξωτερική αλλά ψυχική πραγματικότητα, δεν υπάρχει χρόνος.

Η επίγνωση αυτής της «υπερ-πραγματικότητας», που γαλλικά ονομάζεται «surrealitée», προκαλείται συνήθως από μια αίσθηση παραζάλης.

Όλα λειτουργούν σε συνδυασμό με παραμελημένους συνειρμούς. Μέσα στην παντοδυναμία του ονείρου οι ανθρώπινες μορφές και τα αντικείμενα αποσπώνται από το φυσιολογικό περιβάλλον και τη λειτουργία τους. Στη συνέχεια τοποθετούνται δίπλα-δίπλα, σε σχέσεις που είναι απροσδόκητες ή που μπορεί και να σοκάρουν.

Σ’ αυτό το θέμα ο S. Dali, αφορμή της σημερινής συνάντησης, επινόησε το αντικείμενο «με συμβολική λειτουργία». Από το 1929, που προσχώρησε στο κίνημα, αντιμετώπισε το ενδεχόμενο μιας πειραματικής μεθόδου, βασισμένης στη δύναμη συστηματικών συνειρμών. Μέσα από την κλασική τεχνική της αναπαράστασης εφάρμοσε την κριτική παρανοϊκή μέθοδο, για να εκφράσει παιδικές φαν­τασιώσεις, που χαρακτήριζαν προσωπικές ψυχικές ιδιαιτερότητες, στοχεύοντας στην πρωτοτυπία. Αργότερα, χάρη στην αδιάκοπη αυτοδιαφήμιση και τα κοινωνικά σκάνδαλα, που επεδίωξε, απέκτησε παγκόσμια φήμη.

Ο Dali στη ζωγραφική του, χρησιμοποίησε το ακαδημαϊκό σχέδιο και την προοπτική του χώρου, πετυχαίνει να εντείνει σε μεγάλο βαθμό έναν ιλουζιονισμό, ο οποίος εισάγει το θεατή στο «παράλογο».
Συνοπτικά, μπορούμε να καταλήξουμε πως καθένας εν­τοπίζει στο έργο του διάσημου καλλιτέχνη τη δύναμη διαφορετικών, παράξενων στοιχείων της ίδιας εικόνας μέσα στον χώρο.

Ωστόσο, στη δεκαετία που προηγήθηκε του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1929-1939) επισημαίνονται τα δυο μεγάλα ρεύματα του Σουρεαλισμού. Από τη μια πλευρά οι «εμβληματικοί» ή «περιγραφικοί», επηρεασμένοι από τον De Chirico. Σ’ αυτή συγκαταλέγονται οι R. Magritte, P. Delvaux, S. Dali.

Toυς ενδιαφέρει το εξωπραγματικό τής σύνθεσης, ενώ ο χώρος, τα αντικείμενα και οι ανθρώπινες μορφές, που εντάσσονται σ’ αυτήν, αποδίδονται πιστά. Η άλλη ομάδα χαρακτηρίζεται από δυναμισμό, κίνηση γραμμής, άσχετα από το θέμα που απεικονίζει. Εδώ ανήκουν ο M. Ernst, A. Masson, J. Miró και άλλοι. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου οι περισσότεροι αναγκάζονται να αποδράσουν στις Η.Π.Α. Αυτό έχει διττό αποτέλεσμα. Αφενός οι Ευρωπαίοι άφησαν στην Αμερική μια σημαντική κληρονομιά, που αργότερα επέδρασε στο έργο σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως M. Rothko, A. Gorky, J. Pollock, αφετέρου προκάλεσε χάσμα μεταξύ των ίδιων των Γάλλων Σουρεαλιστών, οι οποίοι είχαν αποτύχει να συμβάλλουν στην προσπάθεια του αγώνα, αφού δεν αποκατέστησαν την επιρροή τους όταν επέστρεψαν, διότι δεν πίστευαν πλέον στον ηγετικό ρόλο του σοσιαλιστικού κινήματος και ιδιαίτερα του Στάλιν, κάτι το οποίο κατήγγειλαν.

Χαρακτηριστικά, ο Brton υπογράμμιζε σε διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Yale, το 1942: «Μετά από αυτόν τον πόλεμο καμία ελπίδα δεν μπορεί να στηριχθεί παρά μόνο σε μια υπέρβαση εφ’ όλης της γραμμής των παλαιών θέσεων. Πρέπει να επιλέξουμε την αναζήτηση της λύσης προς μια κατεύθυνση ακριβώς αντίθετη από εκείνη που ίσχυε ως σήμερα ή να αξίζουμε το θάνατο μας».

Καταγγέλλοντας τις παραδοσιακές μυθοπλασίες, ο σου­ρεαλισμός επιδιώκει να αναδημιουργήσει ένα συλλογικό μύθο, προσανατολισμένο στην απελευθέρωση του Ανθρώ­που. Οι εκφραστές του επιθυμούν να γεφυρώσουν τη σχέση του Ανθρώπου με το Σύμπαν ολόκληρο, έτσι οδηγήθηκαν στην καταστροφή των συνόρων ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο χθες και το αύριο. Η προσπάθειά τους αυτή, με σύνθημα «Ελευθερία, Έρωτας, Ποίηση» διαδόθηκε παντού.

Στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα η δεδηλωμένη επιδίωξη του σουρεαλισμού για τη «δη­μιουργία του θαυμάσιου». Μέσα στη σχολική τάξη πρέπει να αναζητούνται οι κώδικες, που θα αποκρυπτογραφούν την έννοια, ενισχύοντας την προοπτική προσδιορισμού και αφομοίωσής της από τους μαθητές. Μάλιστα, ίσως οφείλουμε να ερευνήσουμε περισσότερο τα δομικά στοιχεία του σουρεαλισμού, προκειμένου να εμπλουτίσουμε τις διδακτικές εμπειρίες, φιλο­δοξώντας να συνδυάσουμε μάθηση και δημιουργικότητα. Διότι προσφέροντας επιπλέον αφορμές για την ανάπτυξη της αι­σθητικής καλλιέργειας ή της επινοητικότητας αλλά και προκαλώντας κίνητρα για το πλησίασμα αντιλήψεων, ιδεών και ενδιαφερόντων, που εκτείνονται από διαφορετικές σκέψεις για τον κόσμο μας, εμπλουτίζουμε σημαντικά τα γνωστικά και συναισθηματικά εφόδια των εφήβων.

Τελειώνοντας θα αναφερθώ στην προέκταση της μεταπολεμικής διαλεκτικής, όπου, τουλάχιστον στη Γαλλία, κυριαρχούν οι απόψεις του Camus και του Sartre. Κατά συνέπεια απομένει ελάχιστος χώρος στους Σουρεαλιστές, οι οποίοι παρ’ όλο που συνεχίζουν να δουλεύουν και να συμμετέχουν σε Διεθνείς Εκθέσεις, επηρεάζοντας την ποίηση και την τέχνη γενικότερα, θεωρούνται ως εκπρόσωποι του -χρονικά περιορισμένου κινήματος- του Μεσοπολέμου. Ο Σουρεαλισμός έχει πλέον λάβει τη θέση του στην ιστορία της τέχνης και των γραμμάτων του 20ού αιώνα, δηλώνοντας με νέες αφορμές την ανανέωσή του: Στις Η.Π.Α., λόγω της καταστροφής του Βιετνάμ, και στη Γαλλία, λόγω των γεγονότων του Μάη ’68 και της ανάγκης για έκφραση μιας νέας επαναστατικότητας.